σπέρμα

σπέρμα
(Βιολ.). Το έκκριμα των όρχεων του άνδρα. Βλ. λ. ουρογεννητικό σύστημα.
* * *
το, ΝΜΑ
1. σπόρος φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων φυτών» β. «σπέρματα δάσσασθαι και ἐπισπορίην ἀλέασθαι», Ησίοδ.)
2. φυσιολογικό υγρό που αποτελείται από σπερματοζωάρια και προϊόντα έκκρισης αδένων τού γεννητικού συστήματος τού ανδρός («μιχθεῑσα Φοίβῳ καὶ φέροισα σπέρμα θεοῡ καθαρόν, Πίνδ.)
3. όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τα σπερματοζωάρια, δηλ. τα αρσενικά γεννητικά κύτταρα που παράγονται στα ζώα
4. γόνος, απόγονος, τέκνο (α. «είναι σπέρμα παλαιάς γενιάς» β. «καὶ μή 'ξαλείψῃς σπέρμα Πελοπιδῶν τόδε», Αισχύλ.
γ. «γῆς ἐμῆς ἀπηλάθην πρὸς τῶν ἐμαυτοῡ σπερμάτων», Σοφ.)
5. η γενεσιουργός, η αρχική αιτία (α. «σ' αυτούς τους χώρους υπήρχαν τα σπέρματα τής εγκληματικότητας» β. «καὶ τοῡτο πρῶτον ὑπῆρξεν αὐτοῑς σπέρμα τῆς ἀνηκέστου καὶ χαλεπῆς ἐκείνης στάσεως», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. βοτ. αναπαραγωγική δομή που αναπτύσσεται από τη γονιμοποιημένη σπερμοβλάστη και αποτελεί τη μονάδα διασποράς τών φυτών που παράγουν σπέρματα, τα σπερματόφυτα, τα είδη τής οποίας διαφοροποιούνται ανάλογα με το είδος τού φυτού από το οποίο προέρχεται
2. πυρήνας καρπού, κουκούτσι
3. φρ. α) «ορχικό σπέρμα»
(ανατ.-φυσιολ.) σπέρμα που αθροίζεται στον σπερματικό πόρο και στις σπερματοδόχους κύστεις και αποτελείται μόνο από σπερματοζωάρια
β) «ολικό σπέρμα»
(ανατ.-φυσιολ.) σπέρμα που αποβάλλεται κατά την εκσπερμάτιση και προέρχεται από την ανάμιξη μέσα στην ουρήθρα τού αρχικού σπέρματος με τα εκκρίματα διαφόρων οργάνων που υπάρχουν κατά μήκος τής γεννητικής οδού από τους όρχεις ώς την ουρήθρα, αλλ. εκσπερμάτισμα
γ) «τράπεζα σπέρματος»
(βιολ.-ιατρ.) ειδικευμένο ίδρυμα που συλλέγει και διατηρεί υπό κατάλληλες συνθήκες ζωντανό σπέρμα ανθρώπου, το οποίο μπορεί να προμηθευθεί ένα αρμόδιο ίδρυμα ή ιδιώτης, προκειμένου να τό χρησιμοποιήσει για τεχνητή γονιμοποίηση
μσν.
σύνολο ανθρώπων με κοινούς δεσμούς («ἐπιμένει ὁ θεὸς τὴν σύγχυσιν τοῡ κόσμου διὰ τὸ σπέρμα τῶν Χριστιανῶν», Ιουστιν.)
μσν.-αρχ.
1. θρησκ. ο σπόρος τής σωτηρίας, η αρχή τής σωτηρίας (α. «πρὸς ὑποδοχὴν τοῡ νοητοῡ καὶ μακαρίου σπέρματος», Μεθόδ.
β. «σωτηρίων καὶ ἁγίων σπερμάτων», Ωριγ.)
αρχ.
1. στον πληθ. τα σπέρματα
(στους Στωικούς) τα έσχατα στοιχεία τών όντων
2. φρ. «σπέρματα γαίης» οι καρποί τής γης, τα στάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπερ- τής απαθούς βαθμίδας τού σπείρω + κατάλ. -μα. Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τις μορφές pema και pemo (πρβλ. τους τ. με α' συνθετικό σπερμο-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπέρμα — seed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπέρμα — το 1.σπόρος. 2. πυρήνας καρπού, κουκούτσι. 3. το έκκριμα των γεννητικών οργάνων του άντρα ή γενικά των αρσενικών ζώων με το οποίο γίνεται η γονιμοποίηση των θηλυκών ωαρίων. 4. απόγονος, τέκνο: Είναι σπέρμα διαβόλου αυτό το παιδί. 5. πρώτη αφορμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… …   Dictionary of Greek

  • σπέρμ' — σπέρμα , σπέρμα seed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοσχοκάρυδο — Σπέρμα του καρπού της μυριστικής της ευώδους (οικογένεια μυριστικίδων, δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τις Μολούκες νήσους και καλλιεργείται σε διάφορες τροπικές χώρες. Αποτελεί δέντρο εύοσμο σε κάθε τμήμα του. Τα μ. είναι ογκώδη, ωοειδή… …   Dictionary of Greek

  • σπερμάτοιν — σπέρμα seed neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερμάτων — σπέρμα seed neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπέρμασι — σπέρμα seed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπέρμασιν — σπέρμα seed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπέρματα — σπέρμα seed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”